- παρθενεών
- ὁ, Α(ιων. ποιητ. τ.) βλ. Παρθενών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρθενεών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενεῶνα — παρθενεών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενεῶνος — παρθενεών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενών — ο, ΝΑ, και ιων. ποιητ. τ. παρθενεών, Α και Παρθενώνας Ν 1. συν. στον πληθ. οι παρθενώνες ιδιαίτερα διαμερίσματα στο σπίτι, όπου έμεναν αποκλειστικά τα κορίτσια τής οικογένειας 2. ως κύριο όν. Παρθενών και Παρθενώνας ο περιώνυμος ναός τής Αθηνάς… … Dictionary of Greek